ηλεκτρεγερτική δύναμη

ηλεκτρεγερτική δύναμη
Χαρακτηριστικό μέγεθος (E) μιας ηλεκτρικής πηγής που ορίζεται ως η διαφορά δυναμικού V στους πόλους Α και Β της πηγής, όταν αυτή δεν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα (Ε = V, όταν I = 0). Μια ιδανική πηγή η.δ. διατηρεί σταθερή διαφορά δυναμικού στους ακροδέκτες της, ανεξάρτητα από το ρεύμα που τη διαρρέει. Αν συνδέσουμε τους δύο πόλους της ηλεκτρικής πηγής με μια αντίσταση R, η πηγή θα διαρρέεται από ρεύμα με ένταση I και η τάση V στους πόλους της θα είναι μικρότερη από την η.δ. εξαιτίας της πτώσης της τάσης που προκαλείται από την εσωτερική αντίσταση RE της πηγής – θα είναι δηλαδή:V = Ε – I R (1). Μία η.δ. παριστάνεται με ένα βέλος δίπλα στην πηγή που δείχνει τη φορά κίνησης των θετικών φορέων φορτίου στο εξωτερικό κύκλωμα αν η πηγή δρούσε μόνη της. Μία πηγή η.δ. μετακινεί θετικά φορτία από σημείο χαμηλού δυναμικού (αρνητικός ακροδέκτης) μέσα από την πηγή σε σημείο υψηλού δυναμικού (θετικός ακροδέκτης). Αν dq είναι το φορτίο που μπαίνει στην πηγή η.δ. Ε από το άκρο της χαμηλού δυναμικού και βγαίνει από το άκρο της υψηλού δυναμικού, τότε για την η.δ. Ε ισχύει:  όπου dw το έργο που προσφέρει η πηγή στους θετικούς φορείς φορτίου για να τους αναγκάσει να μετακινηθούν στο σημείο υψηλού δυναμικού. Επομένως, δεν πρόκειται για μία συνήθη δύναμη διανυσματικού χαρακτήρα, αλλά για ένα στοιχειώδες ποσό ενέργειας ανά μονάδα φορτίου. Η μονάδα η.δ. είναι το Joule/cb, δηλαδή το βολτ. Αν μια πηγή η.δ. προσφέρει έργο σε έναν φορέα, η ενέργεια μέσα στην πηγή πρέπει να αλλάζει μορφή, π.χ. ένα ξηρό στοιχείο στο οποίο η χημική ενέργεια μετατρέπεται σε ηλεκτρική. Μια πηγή η.δ., επομένως, μπορεί να περιγραφεί ως μια συσκευή που μετατρέπει αντιστρεπτά τη χημική, μηχανική ή άλλη μορφή ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια. Από τον τύπο (1) φαίνεται ότι η γραφική παράσταση της τάσης V σε συνάρτηση με το ρεύμα I είναι ευθεία γραμμή. To σημείο τομής της ευθείας με τον άξονα των V έχει τεταγμένη ίση με την η.δ. Ε, ενώ το σημείο τομής της με τον άξονα των I έχει τετμημένη IB, που λέγεται ρεύμα βραχυκύκλωσης. Κατά τη βραχυκύκλωση, η μόνη αντίσταση στο κύκλωμα είναι η R (Ο = Ε – IβR) και επομένως το ρεύμα Iβ καθορίζεται από την R (εσωτερική αντίσταση). Για παράδειγμα, σε ένα στοιχείο συσσωρευτή αυτοκινήτου, όπου Ε = 2V, το Iβ= 400 Α γιατί η εσωτερική αντίσταση είναι περίπου 0,005 Ω. Η η.δ. δεν πρέπει να συγχέεται με τη διαφορά δυναμικού ανάμεσα σε δύο σημεία αγωγού που διαρρέεται από ρεύμα, γιατί η τελευταία παρουσιάζεται μόνο εξαιτίας του ρεύματος που διαρρέει τον αγωγό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… …   Dictionary of Greek

  • αντηλεκτρεγερτική δύναμη — Αντίρροπη ηλεκτρεγερτική δύναμη που δημιουργείται σε ορισμένες ηλεκτρικές συσκευές όταν παρεμβάλλονται σε ηλεκτρικά κυκλώματα. Η δύναμη αυτή προκαλείται σε όλες τις συσκευές κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος που αντιτάσσονται στη διέλευση του… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

  • αυτεπαγωγή — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται ηλεκτρεγερτική δύναμη επαγωγής, στα άκρα ενός κυκλώματος, όταν μεταβάλλεται η ένταση του ρεύματος που διαρρέει το κύκλωμα. Κάθε αγωγός που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα σχηματίζει γύρω από αυτόν μαγνητικό… …   Dictionary of Greek

  • σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… …   Dictionary of Greek

  • Νερνστ, Βάλτερ Χέρμαν — (Walther Hermann Nernst, Μπρίζεν Πρωσίας 1864 – Βερολίνο 1941). Γερμανός χημικός και φυσικός. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Ζυρίχης, του Γκρατς και του Βίρτσμπουργκ, διετέλεσε επιμελητής φυσικοχημείας στη Λειψία, εργάστηκε αργότερα στο… …   Dictionary of Greek

  • Λεντς, Χάινριχ Φρίντριχ Εμίλ — (Heinrich Friedrich Emil Lenz, Τάρτου, Εσθονία 1804 – Ρώμη 1865). Ρώσος φυσικός, ηλεκτρολόγος μηχανολόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Κατά τα έτη 1823 26 συμμετείχε σε μια επιστημονική αποστολή που είχε στόχο να πραγματοποιήσει τον γύρο του …   Dictionary of Greek

  • ποτενσιόμετρο — Ηλεκτρική διάταξη που προορίζεται για μετρήσεις ακριβείας της διαφοράς δυναμικού που επικρατεί μεταξύ δύο σημείων ενός ηλεκτρικού κυκλώματος ή της ηλεκτρεγερτικής δύναμης (ΗΕΔ) μιας πηγής. Η αρχή λειτουργίας του π. βασίζεται στην έμμεση μέτρηση… …   Dictionary of Greek

  • πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”